σολόδερμα

σολόδερμα
το кожа для подмёток

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σολόδερμα" в других словарях:

  • σολόδερμα — το, Ν 1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα 2. σόλα 3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • αμίαντο — το [αμίαντος] τεχνολ. 1. (gas mantle) ύφασμα εμβαπτισμένο σε χημικές ουσίες (κυρίως άλατα σπάνιων γαιών) που εκπέμπει έντονο λευκό φως όταν θερμανθεί με τη βοήθεια φλόγας. Χρησιμοποιείται σε λάμπες αερίου και πετρελαίου 2. είδος λευκού δέρματος… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»